Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψαυχής
ὑψερεφής
ὑψηγορέω
ὑψηγορία
ὑψήγορος
Ὑψηΐς
ὑψηλαυχενία
ὑψηλογνώμων
ὑψηλοκάρδιος
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολογία
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλόνωτος
ὑψηλοπέτης
ὑψηλοποιός
ὑψηλόπους
ὑψηλός
ὑψηλοτάπεινος
ὑψηλοταπείνωμα
View word page
ὑψηλολογέομαι
to talk high, speak proudly

ShortDef

to talk high, speak proudly

Debugging

Headword:
ὑψηλολογέομαι
Headword (normalized):
ὑψηλολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
υψηλολογεομαι
IDX:
93126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93127
Key:

Data

{'content': 'to talk high, speak proudly'}