Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψαύχην
ὑψαυχής
ὑψερεφής
ὑψηγορέω
ὑψηγορία
ὑψήγορος
Ὑψηΐς
ὑψηλαυχενία
ὑψηλογνώμων
ὑψηλοκάρδιος
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολογία
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλόνωτος
ὑψηλοπέτης
ὑψηλοποιός
ὑψηλόπους
ὑψηλός
ὑψηλοτάπεινος
View word page
ὑψηλόκρημνος
with lofty cliffs

ShortDef

with lofty cliffs

Debugging

Headword:
ὑψηλόκρημνος
Headword (normalized):
ὑψηλόκρημνος
Headword (normalized/stripped):
υψηλοκρημνος
IDX:
93125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93126
Key:

Data

{'content': 'with lofty cliffs'}