Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψαυχενίζω
ὑψαύχην
ὑψαυχής
ὑψερεφής
ὑψηγορέω
ὑψηγορία
ὑψήγορος
Ὑψηΐς
ὑψηλαυχενία
ὑψηλογνώμων
ὑψηλοκάρδιος
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολογία
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλόνωτος
ὑψηλοπέτης
ὑψηλοποιός
ὑψηλόπους
ὑψηλός
View word page
ὑψηλοκάρδιος
high-hearted, proud

ShortDef

high-hearted, proud

Debugging

Headword:
ὑψηλοκάρδιος
Headword (normalized):
ὑψηλοκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
υψηλοκαρδιος
IDX:
93124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93125
Key:

Data

{'content': 'high-hearted, proud'}