Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψαυχενία
ὑψαυχενίζω
ὑψαύχην
ὑψαυχής
ὑψερεφής
ὑψηγορέω
ὑψηγορία
ὑψήγορος
Ὑψηΐς
ὑψηλαυχενία
ὑψηλογνώμων
ὑψηλοκάρδιος
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολογία
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλόνωτος
ὑψηλοπέτης
ὑψηλοποιός
ὑψηλόπους
View word page
ὑψηλογνώμων
high-minded, proud

ShortDef

high-minded, proud

Debugging

Headword:
ὑψηλογνώμων
Headword (normalized):
ὑψηλογνώμων
Headword (normalized/stripped):
υψηλογνωμων
IDX:
93123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93124
Key:

Data

{'content': 'high-minded, proud'}