Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψαυχενέω
ὑψαυχενία
ὑψαυχενίζω
ὑψαύχην
ὑψαυχής
ὑψερεφής
ὑψηγορέω
ὑψηγορία
ὑψήγορος
Ὑψηΐς
ὑψηλαυχενία
ὑψηλογνώμων
ὑψηλοκάρδιος
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολογία
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλόνωτος
ὑψηλοπέτης
ὑψηλοποιός
View word page
ὑψηλαυχενία
a carrying the neck high

ShortDef

a carrying the neck high

Debugging

Headword:
ὑψηλαυχενία
Headword (normalized):
ὑψηλαυχενία
Headword (normalized/stripped):
υψηλαυχενια
IDX:
93122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93123
Key:

Data

{'content': 'a carrying the neck high'}