Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὕφυδρος
ὑφυπνόομαι
ὔχηρος
ὑψαγόρας
ὑψαυχενέω
ὑψαυχενία
ὑψαυχενίζω
ὑψαύχην
ὑψαυχής
ὑψερεφής
ὑψηγορέω
ὑψηγορία
ὑψήγορος
Ὑψηΐς
ὑψηλαυχενία
ὑψηλογνώμων
ὑψηλοκάρδιος
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολογία
ὑψηλολόγος
View word page
ὑψηγορέω
talk big
ShortDef
talk big
Debugging
Headword:
ὑψηγορέω
Headword (normalized):
ὑψηγορέω
Headword (normalized/stripped):
υψηγορεω
IDX:
93118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93119
Key:
Data
{'content': 'talk big'}