Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὕφυγρος
ὕφυδρος
ὑφυπνόομαι
ὔχηρος
ὑψαγόρας
ὑψαυχενέω
ὑψαυχενία
ὑψαυχενίζω
ὑψαύχην
ὑψαυχής
ὑψερεφής
ὑψηγορέω
ὑψηγορία
ὑψήγορος
Ὑψηΐς
ὑψηλαυχενία
ὑψηλογνώμων
ὑψηλοκάρδιος
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολογία
View word page
ὑψερεφής
high-roofed, high-vaulted

ShortDef

high-roofed, high-vaulted

Debugging

Headword:
ὑψερεφής
Headword (normalized):
ὑψερεφής
Headword (normalized/stripped):
υψερεφης
IDX:
93117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93118
Key:

Data

{'content': 'high-roofed, high-vaulted'}