Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑφορβέω
ὑφορβός
ὑφορθόω
ὑφόρθωσις
ὑφορμάω
ὑφορμέω
ὑφορμίζομαι
ὑφόρμιον
ὑφόρμισις
ὑφορμιστήρ
ὕφορμος
ὕφος
ὕφυγρος
ὕφυδρος
ὑφυπνόομαι
ὔχηρος
ὑψαγόρας
ὑψαυχενέω
ὑψαυχενία
ὑψαυχενίζω
ὑψαύχην
View word page
ὕφορμος
an anchorage

ShortDef

an anchorage

Debugging

Headword:
ὕφορμος
Headword (normalized):
ὕφορμος
Headword (normalized/stripped):
υφορμος
IDX:
93105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93106
Key:

Data

{'content': 'an anchorage'}