Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑφίημι
ὑφικάνω
ὑφίσταμι
ὑφίστημι
ὑφοδόω
ὑφόλμιον
ὑφόρασις
ὑφορατέον
ὑφοράω
ὑφορβέω
ὑφορβός
ὑφορθόω
ὑφόρθωσις
ὑφορμάω
ὑφορμέω
ὑφορμίζομαι
ὑφόρμιον
ὑφόρμισις
ὑφορμιστήρ
ὕφορμος
ὕφος
View word page
ὑφορβός
swineherd (also συφορβός)

ShortDef

swineherd (also συφορβός)

Debugging

Headword:
ὑφορβός
Headword (normalized):
ὑφορβός
Headword (normalized/stripped):
υφορβος
IDX:
93096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93097
Key:

Data

{'content': 'swineherd (also συφορβός)'}