Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑφημιόλιος
ὑφηνιοχέω
ὑφηνίοχος
ὑφήσσων
ὑφιδρόω
ὑφιδρύω
ὑφιέρεια
ὑφιζάνω
ὑφίζησις
ὑφίζω
ὑφίημι
ὑφικάνω
ὑφίσταμι
ὑφίστημι
ὑφοδόω
ὑφόλμιον
ὑφόρασις
ὑφορατέον
ὑφοράω
ὑφορβέω
ὑφορβός
View word page
ὑφίημι
to let down

ShortDef

to let down

Debugging

Headword:
ὑφίημι
Headword (normalized):
ὑφίημι
Headword (normalized/stripped):
υφιημι
IDX:
93086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93087
Key:

Data

{'content': 'to let down'}