Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑφηγητής
ὑφηγητικός
ὑφήλιος
ὕφημαι
ὑφημιόλιος
ὑφηνιοχέω
ὑφηνίοχος
ὑφήσσων
ὑφιδρόω
ὑφιδρύω
ὑφιέρεια
ὑφιζάνω
ὑφίζησις
ὑφίζω
ὑφίημι
ὑφικάνω
ὑφίσταμι
ὑφίστημι
ὑφοδόω
ὑφόλμιον
ὑφόρασις
View word page
ὑφιέρεια
assistant priestess

ShortDef

assistant priestess

Debugging

Headword:
ὑφιέρεια
Headword (normalized):
ὑφιέρεια
Headword (normalized/stripped):
υφιερεια
IDX:
93082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93083
Key:

Data

{'content': 'assistant priestess'}