Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑφηγέομαι
ὑφήγημα
ὑφηγηματικός
ὑφήγησις
ὑφηγητέον
ὑφηγητής
ὑφηγητικός
ὑφήλιος
ὕφημαι
ὑφημιόλιος
ὑφηνιοχέω
ὑφηνίοχος
ὑφήσσων
ὑφιδρόω
ὑφιδρύω
ὑφιέρεια
ὑφιζάνω
ὑφίζησις
ὑφίζω
ὑφίημι
ὑφικάνω
View word page
ὑφηνιοχέω
to be a ὑφηνίοχος

ShortDef

to be a ὑφηνίοχος

Debugging

Headword:
ὑφηνιοχέω
Headword (normalized):
ὑφηνιοχέω
Headword (normalized/stripped):
υφηνιοχεω
IDX:
93077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93078
Key:

Data

{'content': 'to be a ὑφηνίοχος'}