Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑφή
ὑφηγέομαι
ὑφήγημα
ὑφηγηματικός
ὑφήγησις
ὑφηγητέον
ὑφηγητής
ὑφηγητικός
ὑφήλιος
ὕφημαι
ὑφημιόλιος
ὑφηνιοχέω
ὑφηνίοχος
ὑφήσσων
ὑφιδρόω
ὑφιδρύω
ὑφιέρεια
ὑφιζάνω
ὑφίζησις
ὑφίζω
ὑφίημι
View word page
ὑφημιόλιος
in the ratio of 1 to 1 1/2, i. e. 2/3
ShortDef
in the ratio of 1 to 1 1/2, i. e. 2/3
Debugging
Headword:
ὑφημιόλιος
Headword (normalized):
ὑφημιόλιος
Headword (normalized/stripped):
υφημιολιος
IDX:
93076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93077
Key:
Data
{'content': 'in the ratio of 1 to 1 1/2, i. e. 2/3'}