Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑφελκτέος
ὑφελκυσμός
ὑφέλκω
ὑφέν
ὑφεξαιρέω
ὕφεξις
ὑφέπομαι
ὑφέρπω
ὕφεσις
ὑφεσπέριος
ὑφή
ὑφηγέομαι
ὑφήγημα
ὑφηγηματικός
ὑφήγησις
ὑφηγητέον
ὑφηγητής
ὑφηγητικός
ὑφήλιος
ὕφημαι
ὑφημιόλιος
View word page
ὑφή
a web
ShortDef
a web
Debugging
Headword:
ὑφή
Headword (normalized):
ὑφή
Headword (normalized/stripped):
υφη
IDX:
93066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93067
Key:
Data
{'content': 'a web'}