Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑφεκτέον
ὑφεκτέος
ὑφελκτέον
ὑφελκτέος
ὑφελκυσμός
ὑφέλκω
ὑφέν
ὑφεξαιρέω
ὕφεξις
ὑφέπομαι
ὑφέρπω
ὕφεσις
ὑφεσπέριος
ὑφή
ὑφηγέομαι
ὑφήγημα
ὑφηγηματικός
ὑφήγησις
ὑφηγητέον
ὑφηγητής
ὑφηγητικός
View word page
ὑφέρπω
to creep on secretly

ShortDef

to creep on secretly

Debugging

Headword:
ὑφέρπω
Headword (normalized):
ὑφέρπω
Headword (normalized/stripped):
υφερπω
IDX:
93063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93064
Key:

Data

{'content': 'to creep on secretly'}