Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑφάπτω
ὑφαρμόζω
ὑφαρπάζω
ὑφάρπασις
ὕφασμα
ὑφαύω
ὕφεαρ
ὑφεδρεύω
ὑφεδρία
ὑφέζομαι
ὑφειλήτης
ὑφειμένως
ὑφείρω
ὑφεῖσα
ὑφεκτέον
ὑφεκτέος
ὑφελκτέον
ὑφελκτέος
ὑφελκυσμός
ὑφέλκω
ὑφέν
View word page
ὑφειλήτης
one who filches away

ShortDef

one who filches away

Debugging

Headword:
ὑφειλήτης
Headword (normalized):
ὑφειλήτης
Headword (normalized/stripped):
υφειλητης
IDX:
93049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93050
Key:

Data

{'content': 'one who filches away'}