Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑφαντοποιέομαι
ὑφαντός
ὕφαντρον
ὑφαντών
ὑφαπλόω
ὑφάπλωσις
ὑφάπτω
ὑφαρμόζω
ὑφαρπάζω
ὑφάρπασις
ὕφασμα
ὑφαύω
ὕφεαρ
ὑφεδρεύω
ὑφεδρία
ὑφέζομαι
ὑφειλήτης
ὑφειμένως
ὑφείρω
ὑφεῖσα
ὑφεκτέον
View word page
ὕφασμα
a woven robe, web
ShortDef
a woven robe, web
Debugging
Headword:
ὕφασμα
Headword (normalized):
ὕφασμα
Headword (normalized/stripped):
υφασμα
IDX:
93043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93044
Key:
Data
{'content': 'a woven robe, web'}