Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντοποιέομαι
ὑφαντός
ὕφαντρον
ὑφαντών
ὑφαπλόω
ὑφάπλωσις
ὑφάπτω
ὑφαρμόζω
ὑφαρπάζω
ὑφάρπασις
ὕφασμα
ὑφαύω
ὕφεαρ
ὑφεδρεύω
ὑφεδρία
ὑφέζομαι
ὑφειλήτης
ὑφειμένως
ὑφείρω
ὑφεῖσα
View word page
ὑφάρπασις
usurpatio
ShortDef
usurpatio
Debugging
Headword:
ὑφάρπασις
Headword (normalized):
ὑφάρπασις
Headword (normalized/stripped):
υφαρπασις
IDX:
93042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93043
Key:
Data
{'content': 'usurpatio'}