Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντοποιέομαι
ὑφαντός
ὕφαντρον
ὑφαντών
ὑφαπλόω
ὑφάπλωσις
ὑφάπτω
ὑφαρμόζω
ὑφαρπάζω
ὑφάρπασις
ὕφασμα
ὑφαύω
ὕφεαρ
ὑφεδρεύω
ὑφεδρία
ὑφέζομαι
ὑφειλήτης
ὑφειμένως
View word page
ὑφαρμόζω
fit under
ShortDef
fit under
Debugging
Headword:
ὑφαρμόζω
Headword (normalized):
ὑφαρμόζω
Headword (normalized/stripped):
υφαρμοζω
IDX:
93040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93041
Key:
Data
{'content': 'fit under'}