Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὕφανσις
ὑφαντεῖον
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντοποιέομαι
ὑφαντός
ὕφαντρον
ὑφαντών
ὑφαπλόω
ὑφάπλωσις
ὑφάπτω
ὑφαρμόζω
ὑφαρπάζω
ὑφάρπασις
ὕφασμα
ὑφαύω
ὕφεαρ
ὑφεδρεύω
ὑφεδρία
ὑφέζομαι
View word page
ὑφάπλωσις
spreading under
ShortDef
spreading under
Debugging
Headword:
ὑφάπλωσις
Headword (normalized):
ὑφάπλωσις
Headword (normalized/stripped):
υφαπλωσις
IDX:
93038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93039
Key:
Data
{'content': 'spreading under'}