Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφαντεῖον
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντοποιέομαι
ὑφαντός
ὕφαντρον
ὑφαντών
ὑφαπλόω
ὑφάπλωσις
ὑφάπτω
ὑφαρμόζω
ὑφαρπάζω
ὑφάρπασις
ὕφασμα
ὑφαύω
ὕφεαρ
ὑφεδρεύω
ὑφεδρία
View word page
ὑφαπλόω
spread

ShortDef

spread

Debugging

Headword:
ὑφαπλόω
Headword (normalized):
ὑφαπλόω
Headword (normalized/stripped):
υφαπλοω
IDX:
93037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93038
Key:

Data

{'content': 'spread'}