Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὕφαλος
ὑφαλυκός
ὑφαλώδης
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφαντεῖον
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντοποιέομαι
ὑφαντός
ὕφαντρον
ὑφαντών
ὑφαπλόω
ὑφάπλωσις
ὑφάπτω
ὑφαρμόζω
ὑφαρπάζω
ὑφάρπασις
ὕφασμα
ὑφαύω
View word page
ὑφαντός
woven
ShortDef
woven
Debugging
Headword:
ὑφαντός
Headword (normalized):
ὑφαντός
Headword (normalized/stripped):
υφαντος
IDX:
93034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93035
Key:
Data
{'content': 'woven'}