Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑφάλμυρος
ὕφαλος
ὑφαλυκός
ὑφαλώδης
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφαντεῖον
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντοποιέομαι
ὑφαντός
ὕφαντρον
ὑφαντών
ὑφαπλόω
ὑφάπλωσις
ὑφάπτω
ὑφαρμόζω
ὑφαρπάζω
ὑφάρπασις
ὕφασμα
View word page
ὑφαντοποιέομαι
weave a web

ShortDef

weave a web

Debugging

Headword:
ὑφαντοποιέομαι
Headword (normalized):
ὑφαντοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
υφαντοποιεομαι
IDX:
93033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93034
Key:

Data

{'content': 'weave a web'}