Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑφαιρέω
ὕφαλμος
ὑφαλμυρίζω
ὑφάλμυρος
ὕφαλος
ὑφαλυκός
ὑφαλώδης
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφαντεῖον
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντοποιέομαι
ὑφαντός
ὕφαντρον
ὑφαντών
ὑφαπλόω
ὑφάπλωσις
ὑφάπτω
ὑφαρμόζω
View word page
ὑφάντης
a weaver

ShortDef

a weaver

Debugging

Headword:
ὑφάντης
Headword (normalized):
ὑφάντης
Headword (normalized/stripped):
υφαντης
IDX:
93030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93031
Key:

Data

{'content': 'a weaver'}