Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑφαιρέτρια
ὑφαιρέω
ὕφαλμος
ὑφαλμυρίζω
ὑφάλμυρος
ὕφαλος
ὑφαλυκός
ὑφαλώδης
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφαντεῖον
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντοποιέομαι
ὑφαντός
ὕφαντρον
ὑφαντών
ὑφαπλόω
ὑφάπλωσις
ὑφάπτω
View word page
ὑφαντεῖον
weaving-shed

ShortDef

weaving-shed

Debugging

Headword:
ὑφαντεῖον
Headword (normalized):
ὑφαντεῖον
Headword (normalized/stripped):
υφαντειον
IDX:
93029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93030
Key:

Data

{'content': 'weaving-shed'}