Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑφαιρετέον
ὑφαιρέτρια
ὑφαιρέω
ὕφαλμος
ὑφαλμυρίζω
ὑφάλμυρος
ὕφαλος
ὑφαλυκός
ὑφαλώδης
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφαντεῖον
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντοποιέομαι
ὑφαντός
ὕφαντρον
ὑφαντών
ὑφαπλόω
ὑφάπλωσις
View word page
ὕφανσις
weaving
ShortDef
weaving
Debugging
Headword:
ὕφανσις
Headword (normalized):
ὕφανσις
Headword (normalized/stripped):
υφανσις
IDX:
93028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93029
Key:
Data
{'content': 'weaving'}