Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑφαίρεσις
ὑφαιρετέον
ὑφαιρέτρια
ὑφαιρέω
ὕφαλμος
ὑφαλμυρίζω
ὑφάλμυρος
ὕφαλος
ὑφαλυκός
ὑφαλώδης
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφαντεῖον
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντοποιέομαι
ὑφαντός
ὕφαντρον
ὑφαντών
ὑφαπλόω
View word page
ὕφαμμος
mixed with sand, sandy

ShortDef

mixed with sand, sandy

Debugging

Headword:
ὕφαμμος
Headword (normalized):
ὕφαμμος
Headword (normalized/stripped):
υφαμμος
IDX:
93027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93028
Key:

Data

{'content': 'mixed with sand, sandy'}