Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρετέον
ὑφαιρέτρια
ὑφαιρέω
ὕφαλμος
ὑφαλμυρίζω
ὑφάλμυρος
ὕφαλος
ὑφαλυκός
ὑφαλώδης
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφαντεῖον
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντοποιέομαι
ὑφαντός
ὕφαντρον
ὑφαντών
View word page
ὑφαλώδης
somewhat shallow
ShortDef
somewhat shallow
Debugging
Headword:
ὑφαλώδης
Headword (normalized):
ὑφαλώδης
Headword (normalized/stripped):
υφαλωδης
IDX:
93026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93027
Key:
Data
{'content': 'somewhat shallow'}