Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑφαίμων
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρετέον
ὑφαιρέτρια
ὑφαιρέω
ὕφαλμος
ὑφαλμυρίζω
ὑφάλμυρος
ὕφαλος
ὑφαλυκός
ὑφαλώδης
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφαντεῖον
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντοποιέομαι
ὑφαντός
ὕφαντρον
View word page
ὑφαλυκός
somewhat salt, brackish

ShortDef

somewhat salt, brackish

Debugging

Headword:
ὑφαλυκός
Headword (normalized):
ὑφαλυκός
Headword (normalized/stripped):
υφαλυκος
IDX:
93025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93026
Key:

Data

{'content': 'somewhat salt, brackish'}