Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὕφαδρος
ὕφαιμος
ὑφαίμων
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρετέον
ὑφαιρέτρια
ὑφαιρέω
ὕφαλμος
ὑφαλμυρίζω
ὑφάλμυρος
ὕφαλος
ὑφαλυκός
ὑφαλώδης
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφαντεῖον
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντοποιέομαι
View word page
ὑφάλμυρος
somewhat salt

ShortDef

somewhat salt

Debugging

Headword:
ὑφάλμυρος
Headword (normalized):
ὑφάλμυρος
Headword (normalized/stripped):
υφαλμυρος
IDX:
93023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93024
Key:

Data

{'content': 'somewhat salt'}