Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑστριχίς
ὐύζω
ὕφαδρος
ὕφαιμος
ὑφαίμων
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρετέον
ὑφαιρέτρια
ὑφαιρέω
ὕφαλμος
ὑφαλμυρίζω
ὑφάλμυρος
ὕφαλος
ὑφαλυκός
ὑφαλώδης
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφαντεῖον
ὑφάντης
ὑφαντικός
View word page
ὕφαλμος
somewhat salt
ShortDef
somewhat salt
Debugging
Headword:
ὕφαλμος
Headword (normalized):
ὕφαλμος
Headword (normalized/stripped):
υφαλμος
IDX:
93021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93022
Key:
Data
{'content': 'somewhat salt'}