Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑστιακόν
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὐύζω
ὕφαδρος
ὕφαιμος
ὑφαίμων
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρετέον
ὑφαιρέτρια
ὑφαιρέω
ὕφαλμος
ὑφαλμυρίζω
ὑφάλμυρος
ὕφαλος
ὑφαλυκός
ὑφαλώδης
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφαντεῖον
View word page
ὑφαιρέτρια
midwife
ShortDef
midwife
Debugging
Headword:
ὑφαιρέτρια
Headword (normalized):
ὑφαιρέτρια
Headword (normalized/stripped):
υφαιρετρια
IDX:
93019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93020
Key:
Data
{'content': 'midwife'}