Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑστεροχρονία
ὑστερόχρονος
ὑστήρια
ὑστιακόν
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὐύζω
ὕφαδρος
ὕφαιμος
ὑφαίμων
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρετέον
ὑφαιρέτρια
ὑφαιρέω
ὕφαλμος
ὑφαλμυρίζω
ὑφάλμυρος
ὕφαλος
ὑφαλυκός
ὑφαλώδης
View word page
ὑφαίνω
to weave
ShortDef
to weave
Debugging
Headword:
ὑφαίνω
Headword (normalized):
ὑφαίνω
Headword (normalized/stripped):
υφαινω
IDX:
93016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93017
Key:
Data
{'content': 'to weave'}