Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑστεροφθόρος
ὑστερόφωνος
ὑστεροχρονία
ὑστερόχρονος
ὑστήρια
ὑστιακόν
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὐύζω
ὕφαδρος
ὕφαιμος
ὑφαίμων
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρετέον
ὑφαιρέτρια
ὑφαιρέω
ὕφαλμος
ὑφαλμυρίζω
ὑφάλμυρος
ὕφαλος
View word page
ὕφαιμος
suffused with blood, blood-shot
ShortDef
suffused with blood, blood-shot
Debugging
Headword:
ὕφαιμος
Headword (normalized):
ὕφαιμος
Headword (normalized/stripped):
υφαιμος
IDX:
93014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93015
Key:
Data
{'content': 'suffused with blood, blood-shot'}