Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑστεροφημία
ὑστεροφθόρος
ὑστερόφωνος
ὑστεροχρονία
ὑστερόχρονος
ὑστήρια
ὑστιακόν
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὐύζω
ὕφαδρος
ὕφαιμος
ὑφαίμων
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρετέον
ὑφαιρέτρια
ὑφαιρέω
ὕφαλμος
ὑφαλμυρίζω
ὑφάλμυρος
View word page
ὕφαδρος
somewhat thick, stout

ShortDef

somewhat thick, stout

Debugging

Headword:
ὕφαδρος
Headword (normalized):
ὕφαδρος
Headword (normalized/stripped):
υφαδρος
IDX:
93013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93014
Key:

Data

{'content': 'somewhat thick, stout'}