Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑστέρημα
ὑστέρησις
ὑστερησμός
ὑστερητικός
ὑστερίζω
ὑστερικός
ὑστέριος
ὑστεροβουλία
ὑστερογενής
ὑστερογονία
ὑστερολόγος
ὑστερόμαντις
ὑστερομηνία
ὑστερόμυθος
ὕστερον
ὑστεροπάθεια
ὑστεροπερίοδος
ὑστερόποινος
ὑστερόποτμος
ὑστερόπους
ὑστερόπρωτος
View word page
ὑστερολόγος
speaking last:

ShortDef

speaking last:

Debugging

Headword:
ὑστερολόγος
Headword (normalized):
ὑστερολόγος
Headword (normalized/stripped):
υστερολογος
IDX:
92990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92991
Key:

Data

{'content': 'speaking last:'}