Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑστέρα
ὑστεραῖος
ὑστεραλγής
ὑστεραλγία
ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστέρησις
ὑστερησμός
ὑστερητικός
ὑστερίζω
ὑστερικός
ὑστέριος
ὑστεροβουλία
ὑστερογενής
ὑστερογονία
ὑστερολόγος
ὑστερόμαντις
ὑστερομηνία
ὑστερόμυθος
ὕστερον
ὑστεροπάθεια
View word page
ὑστερικός
suffering in the womb, hysterical

ShortDef

suffering in the womb, hysterical

Debugging

Headword:
ὑστερικός
Headword (normalized):
ὑστερικός
Headword (normalized/stripped):
υστερικος
IDX:
92985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92986
Key:

Data

{'content': 'suffering in the womb, hysterical'}