Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑστάτιος
ὑστέρα
ὑστεραῖος
ὑστεραλγής
ὑστεραλγία
ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστέρησις
ὑστερησμός
ὑστερητικός
ὑστερίζω
ὑστερικός
ὑστέριος
ὑστεροβουλία
ὑστερογενής
ὑστερογονία
ὑστερολόγος
ὑστερόμαντις
ὑστερομηνία
ὑστερόμυθος
ὕστερον
View word page
ὑστερίζω
to come after, come later

ShortDef

to come after, come later

Debugging

Headword:
ὑστερίζω
Headword (normalized):
ὑστερίζω
Headword (normalized/stripped):
υστεριζω
IDX:
92984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92985
Key:

Data

{'content': 'to come after, come later'}