Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὑστάσπης
ὑστάτιος
ὑστέρα
ὑστεραῖος
ὑστεραλγής
ὑστεραλγία
ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστέρησις
ὑστερησμός
ὑστερητικός
ὑστερίζω
ὑστερικός
ὑστέριος
ὑστεροβουλία
ὑστερογενής
ὑστερογονία
ὑστερολόγος
ὑστερόμαντις
ὑστερομηνία
ὑστερόμυθος
View word page
ὑστερητικός
which comes on later

ShortDef

which comes on later

Debugging

Headword:
ὑστερητικός
Headword (normalized):
ὑστερητικός
Headword (normalized/stripped):
υστερητικος
IDX:
92983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92984
Key:

Data

{'content': 'which comes on later'}