Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὕσσακος
ὑσσός
ὑσσωπίτης
ὕσσωπος
Ὑστάσπης
ὑστάτιος
ὑστέρα
ὑστεραῖος
ὑστεραλγής
ὑστεραλγία
ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστέρησις
ὑστερησμός
ὑστερητικός
ὑστερίζω
ὑστερικός
ὑστέριος
ὑστεροβουλία
ὑστερογενής
ὑστερογονία
View word page
ὑστερέω
to be behind, come late

ShortDef

to be behind, come late

Debugging

Headword:
ὑστερέω
Headword (normalized):
ὑστερέω
Headword (normalized/stripped):
υστερεω
IDX:
92979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92980
Key:

Data

{'content': 'to be behind, come late'}