Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑσμίνη
ὑσπέλεθος
ὗσπερ
ὑσπλαγίς
ὕσπληξ
ὑσπολέω
Ὕσπορος
ὕσσακος
ὑσσός
ὑσσωπίτης
ὕσσωπος
Ὑστάσπης
ὑστάτιος
ὑστέρα
ὑστεραῖος
ὑστεραλγής
ὑστεραλγία
ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστέρησις
ὑστερησμός
View word page
ὕσσωπος
hyssop
ShortDef
hyssop
Debugging
Headword:
ὕσσωπος
Headword (normalized):
ὕσσωπος
Headword (normalized/stripped):
υσσωπος
IDX:
92972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92973
Key:
Data
{'content': 'hyssop'}