Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὕσκλος
ὑσκλωτός
ὕσμα
ὑσμίνη
ὑσπέλεθος
ὗσπερ
ὑσπλαγίς
ὕσπληξ
ὑσπολέω
Ὕσπορος
ὕσσακος
ὑσσός
ὑσσωπίτης
ὕσσωπος
Ὑστάσπης
ὑστάτιος
ὑστέρα
ὑστεραῖος
ὑστεραλγής
ὑστεραλγία
ὑστερέω
View word page
ὕσσακος
‘pussy’
ShortDef
‘pussy’
Debugging
Headword:
ὕσσακος
Headword (normalized):
ὕσσακος
Headword (normalized/stripped):
υσσακος
IDX:
92969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92970
Key:
Data
{'content': '‘pussy’'}