Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιτεχνάζω
ἀντιτεχνάομαι
ἀντιτεχνέω
ἀντιτέχνησις
ἀντιτεχνίτης
ἀντίτεχνος
ἀντιτηρέω
ἀντιτίθημι
ἀντιτιμάω
ἀντίτιμος
ἀντιτιμωρέομαι
ἀντιτιμώρημα
ἀντιτίνω
ἀντιτιτρώσκω
ἀντίτοιχος
ἀντιτολμάω
ἀντίτολμος
ἀντίτομος
ἀντιτονέομαι
ἀντίτονος
ἀντιτοξεύω
View word page
ἀντιτιμωρέομαι
to avenge oneself on

ShortDef

to avenge oneself on

Debugging

Headword:
ἀντιτιμωρέομαι
Headword (normalized):
ἀντιτιμωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιτιμωρεομαι
IDX:
9296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9297
Key:

Data

{'content': 'to avenge oneself on'}