Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὕς
ὗς
ὗς2
ὑσγινοβαφής
ὑσγινοειδής
ὑσγινόεις
ὕσγινον
ὑσγινόσημος
ὗσις
ὕσκλος
ὑσκλωτός
ὕσμα
ὑσμίνη
ὑσπέλεθος
ὗσπερ
ὑσπλαγίς
ὕσπληξ
ὑσπολέω
Ὕσπορος
ὕσσακος
ὑσσός
View word page
ὑσκλωτός
having a ὕσκλος
ShortDef
having a ὕσκλος
Debugging
Headword:
ὑσκλωτός
Headword (normalized):
ὑσκλωτός
Headword (normalized/stripped):
υσκλωτος
IDX:
92960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92961
Key:
Data
{'content': 'having a ὕσκλος'}