Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιτεταγμένως
ἀντίτευχος
ἀντιτεύχω
ἀντιτεχνάζω
ἀντιτεχνάομαι
ἀντιτεχνέω
ἀντιτέχνησις
ἀντιτεχνίτης
ἀντίτεχνος
ἀντιτηρέω
ἀντιτίθημι
ἀντιτιμάω
ἀντίτιμος
ἀντιτιμωρέομαι
ἀντιτιμώρημα
ἀντιτίνω
ἀντιτιτρώσκω
ἀντίτοιχος
ἀντιτολμάω
ἀντίτολμος
ἀντίτομος
View word page
ἀντιτίθημι
to set against, oppose

ShortDef

to set against, oppose

Debugging

Headword:
ἀντιτίθημι
Headword (normalized):
ἀντιτίθημι
Headword (normalized/stripped):
αντιτιθημι
IDX:
9293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9294
Key:

Data

{'content': 'to set against, oppose'}