Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποψωνέω
ὑποψωρώδης
ὑπτιάζω
ὑπτίασμα
ὑπτιασμός
ὑπτιαστέος
ὑπτιάω
ὕπτιος
ὑπτιότης
ὑπτιόω
ὑπῳάδιος
ὑπώβολος
ὑπωθέω
ὑπωλένιος
ὑπώμαιος
ὑπωμία
ὑπωμοσία
ὑπωπιάζω
ὑπωπιασμός
ὑπώπιον
ὑπώπιος
View word page
ὑπῳάδιος
from the egg, hatched

ShortDef

from the egg, hatched

Debugging

Headword:
ὑπῳάδιος
Headword (normalized):
ὑπῳάδιος
Headword (normalized/stripped):
υπωαδιος
IDX:
92924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92925
Key:

Data

{'content': 'from the egg, hatched'}