Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιτέμνω
ἀντιτέρπω
ἀντιτεταγμένως
ἀντίτευχος
ἀντιτεύχω
ἀντιτεχνάζω
ἀντιτεχνάομαι
ἀντιτεχνέω
ἀντιτέχνησις
ἀντιτεχνίτης
ἀντίτεχνος
ἀντιτηρέω
ἀντιτίθημι
ἀντιτιμάω
ἀντίτιμος
ἀντιτιμωρέομαι
ἀντιτιμώρημα
ἀντιτίνω
ἀντιτιτρώσκω
ἀντίτοιχος
ἀντιτολμάω
View word page
ἀντίτεχνος
rivalling in an art

ShortDef

rivalling in an art

Debugging

Headword:
ἀντίτεχνος
Headword (normalized):
ἀντίτεχνος
Headword (normalized/stripped):
αντιτεχνος
IDX:
9291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9292
Key:

Data

{'content': 'rivalling in an art'}