Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποψήφισις
ὑποψήχω
ὑποψία
ὑποψιαστικῶς
ὑποψιθυρίζω
ὑποψιθύρισμα
ὑπόψιλος
ὑπόψιος
ὑποψοφέω
ὑπόψυχρος
ὑποψύχω
ὑποψωνέω
ὑποψωρώδης
ὑπτιάζω
ὑπτίασμα
ὑπτιασμός
ὑπτιαστέος
ὑπτιάω
ὕπτιος
ὑπτιότης
ὑπτιόω
View word page
ὑποψύχω
cool a little

ShortDef

cool a little

Debugging

Headword:
ὑποψύχω
Headword (normalized):
ὑποψύχω
Headword (normalized/stripped):
υποψυχω
IDX:
92913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92914
Key:

Data

{'content': 'cool a little'}