Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποψεκάζω
ὑποψελλίζω
ὑποψεύδομαι
ὑποψηνίζω
ὑποψήφισις
ὑποψήχω
ὑποψία
ὑποψιαστικῶς
ὑποψιθυρίζω
ὑποψιθύρισμα
ὑπόψιλος
ὑπόψιος
ὑποψοφέω
ὑπόψυχρος
ὑποψύχω
ὑποψωνέω
ὑποψωρώδης
ὑπτιάζω
ὑπτίασμα
ὑπτιασμός
ὑπτιαστέος
View word page
ὑπόψιλος
somewhat bald

ShortDef

somewhat bald

Debugging

Headword:
ὑπόψιλος
Headword (normalized):
ὑπόψιλος
Headword (normalized/stripped):
υποψιλος
IDX:
92909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92910
Key:

Data

{'content': 'somewhat bald'}