Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιτείχισμα
ἀντιτέμνω
ἀντιτέρπω
ἀντιτεταγμένως
ἀντίτευχος
ἀντιτεύχω
ἀντιτεχνάζω
ἀντιτεχνάομαι
ἀντιτεχνέω
ἀντιτέχνησις
ἀντιτεχνίτης
ἀντίτεχνος
ἀντιτηρέω
ἀντιτίθημι
ἀντιτιμάω
ἀντίτιμος
ἀντιτιμωρέομαι
ἀντιτιμώρημα
ἀντιτίνω
ἀντιτιτρώσκω
ἀντίτοιχος
View word page
ἀντιτεχνίτης
professional rival

ShortDef

professional rival

Debugging

Headword:
ἀντιτεχνίτης
Headword (normalized):
ἀντιτεχνίτης
Headword (normalized/stripped):
αντιτεχνιτης
IDX:
9290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9291
Key:

Data

{'content': 'professional rival'}